- εικοσαήμερος
- η , ο [ος, ον] двадцатидневный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εικοσαήμερος, -η — ο 1. που έχει διάρκεια είκοσι ημερών: Πήρε εικοσαήμερη άδεια. 2. το ουδ. ως ουσ., εικοσαήμερο, το χρονικό διάστημα είκοσι ημερών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)